μπούχτισμα

μπούχτισμα
τό
1) насыщение, сытость; 2) перен. пресыщение (чём-л.); отвращение (к чему-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μπούχτισμα" в других словарях:

  • μπούχτισμα — το (λ. τουρκ.), ο κορεσμός, η αηδία: Μου έφεραν μπούχτισμα οι καβγάδες στο γραφείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπούχτισμα — το [μπουχτίζω] κορεσμός και αηδία, ιδίως από πολύ φαγητό …   Dictionary of Greek

  • αδαίος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός (4ος αι. π.Χ.) των μισθοφόρων του Φιλίππου B’ της Μακεδονίας, γνωστός με την προσωνυμία Αλεκτρυών. Σκοτώθηκε στα Κύψελα του Έβρου, σε μάχη εναντίον των Αθηναίων. 2. Συγγραφέας (3ος αι. π.Χ.) από τη Μυτιλήνη …   Dictionary of Greek

  • άδος — (I) ἅδος ( εος), ο ή το (Α) [ἅδην] κορεσμός, αηδία, μπούχτισμα. (II) ἄδος, το (Α) ψήφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδεῖν, ἁνδάνω] …   Dictionary of Greek

  • παραχόρτασμα — το [παραχορταίνω] υπερκορεσμός, μπούχτισμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»